γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
πολυοδοντίδες — Οικογένεια ψαριών της τάξης των οξυρρυγχιδών. Πρόκειται για πρωτόγονα ψάρια του γλυκού νερού, που ζουν στο βόρειο ημισφαίριο. Σήμερα υπάρχουν μόνο 2 γένη οπολυόδωνή πολυόδους η σπάθη, που ζει στις ΗΠΑ, στη λεκάνη του Μισισιπή και οψέφορος η… … Dictionary of Greek
polyodont — adjective or noun see polyodon * * * polyodont, a. and n. Zool. (ˈpɒlɪədɒnt) [ad. mod.L. Polyodon, ont (Lacépède 1798), generic name, ad. Gr. πολυόδους, οδοντ having many teeth, f. πολυ , poly + ὀδοντ stem of ὄδους … Useful english dictionary