πολυόδους

πολυόδους
ο / πολυόδους, ὁ, ἡ, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος πρωτόγονων οξυρρυγχόμορφων χονδρόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών τής οικογένειας πολυοδοντίδες
αρχ.
αυτός που έχει πολλά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. μον-όδους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πολυοδοντίδες — Οικογένεια ψαριών της τάξης των οξυρρυγχιδών. Πρόκειται για πρωτόγονα ψάρια του γλυκού νερού, που ζουν στο βόρειο ημισφαίριο. Σήμερα υπάρχουν μόνο 2 γένη οπολυόδωνή πολυόδους η σπάθη, που ζει στις ΗΠΑ, στη λεκάνη του Μισισιπή και οψέφορος η… …   Dictionary of Greek

  • polyodont — adjective or noun see polyodon * * * polyodont, a. and n. Zool. (ˈpɒlɪədɒnt) [ad. mod.L. Polyodon, ont (Lacépède 1798), generic name, ad. Gr. πολυόδους, οδοντ having many teeth, f. πολυ , poly + ὀδοντ stem of ὄδους …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”